-
1 λάκκος
λάκκος, ὁ,b contemptuously, of the Sea of Galilee, Porph.Chr.55.3 pit, reservoir, Hdt.4.195; pit for storing wine, oil, or grain, X.An.4.2.22, Macho ap.Ath.13.580a;ὁ λ. τῶν λεόντων Thd. Da.6.7(8)
, al.: metaph.,ἀνήγαγέ με ἐκ λάκκου ταλαιπωρίας LXX Ps. 39(40).2
; καταβαίνειν εἰς λ. ib.27(28).1, al.:—written [full] λάκος, PCair.Zen.176.276 (iii B. C.).4 Κούρτιος λ., = Lat. lacus Curtius, D.H. 2.42.5 a kind of garment,λ. χρωμάτινος Peripl.M.Rubr.6
.
См. также в других словарях:
λάκκος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 52 κάτ.) στην πρώην επαρχία Οιτύλου του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, στη δυτική Μάνη. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οιτύλου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ … Dictionary of Greek